- κατατοπισμός
- ο [κατατοπίζω]κατατόπιση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενημέρωση — η [ενημερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ενημερώνω*, η πλήρης γνώση ενός θέματος, ο κατατοπισμός, η ενημερότητα … Dictionary of Greek
κατατόπιση — η [κατατοπίζω] 1. κατατοπισμός, καθοδήγηση, προσανατολισμός 2. μτφ. διαφώτιση, πληροφόρηση, ενημέρωση … Dictionary of Greek
ενημέρωση — η η πλήρης γνώση ζητήματος, ο κατατοπισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσανατολισμός — ο καθορισμός πορείας ή θέσης, κατεύθυνση, κατατοπισμός, ενημέρωση: Επαγγελματικός προσανατολισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)